αποτύφλωση
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
Greek Monolingual
η (AM ἀποτύφλωσις)
η πλήρης τύφλωση
νεοελλ.
1. ιατρ. η έμφραξη των φλεβών
2. υπέρμετρος φανατισμός.