οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
-α, -ο
1. σταχτής («γκρίζα ρούχα ή μαλλιά»)
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το γκρίζο
το γκρι χρώμα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γκρίζα
τα γκρι ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grigio].