διπλώνω
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
(AM διπλῶ, -όω) διπλούς
1. τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη
2. διπλασιάζω
νεοελλ.
1. τυλίγω, περιτυλίγω
2. πτύσσω, μαζεύω, κάμπτω
αρχ.
1. επαναλαμβάνω μια πράξη
2. πολλαπλασιάζω επί δύο
3. πληρώνω τα διπλά.