εγκύπτω
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
(AM ἐγκύπτω)
1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή
2. (για μελέτες) καταγίνομαι με ζήλο
αρχ.
1. σκύβω
2. (για δάχτυλα) λυγίζομαι.