οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery
(AM εἰσχωρῶ, -έω)μπαίνω σε κάτινεοελλ.1. προχωρώ στο εσωτερικό, βυθίζομαι2. διαδίδομαι, εξαπλώνομαι3. μπαίνω κάπου κρυφά ή με δυσκολία.