εκμανθάνω
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(AM ἐκμανθάνω)
1. μαθαίνω πολύ καλά
2. αποστηθίζω
3. αποτυπώνω στη μνήμη μου
4. εξετάζω με λεπτομέρειες.