ἔκτισμα
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
German (Pape)
[Seite 781] τό, die erlegte Buße, Plat. Rep. X, 615 b; D. Hal. 10, 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτισμα: τό, τὸ ἐκτινόμενον ὡς ποινή, πρόστιμον, Πλάτ. Νόμ. 868Β, Διον. Ἁλ. 10. 52.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἔκτεισμα Pl.R.615b
1 indemnización, reparación, castigo c. gen. ἐγγυητὴν λαμβάνομεν ἐκτίσματος οὐδενός no te aceptamos como garante de ninguna reparación D.H.19.10.3, c. gen. obj. τὸ ἔ. τοῦ ἀδικήματος Pl.R.615b, προβάτων ἔ. καὶ βοῶν D.H.9.27.4
•multa pecuniaria τὸ δὲ ἔ. αὐτὸς αὑτῷ κομιζέσθω κατὰ τὸν νόμον Pl.Lg.868b, τόδε ἄλλο κατέβαλε ἔ. Πεισίδικος IG 11(2).144A.20 (Delos IV a.C.), ἄλλας (δραχμὰς) παρ' Ἡγία ἔ. ἐξ εὐθυνῶν IG 11(2).162A.41 (Delos III a.C.) οὐ ... θανάτου γ' αὐτὸν (τὸν Μενήνιον) οἱ καταδικασάμενοι ἐτίμησαν, ἀλλ' ἐκτίσματος D.H.9.27.3.
2 reintegro, pago de un rescate ἄποινα τὰ ἀντί τινος ἐκτίσματα Apollon.Lex.537, Hsch.s.u. ἄποινα, de deudas τὸ πάντων χρεῶν ... ἀναγκαιότατον ἔ. Basil.Eunom.528B.
Greek Monolingual
ἔκτισμα και ἔκτεισμα, το (Α)
αυτό που πληρώνεται ως ποινή, το πρόστιμο («τὸ δὲ ἔκτισμα αὐτὸς αὐτῷ κομιζέσθω κατὰ τὸν νόμον», Πλάτ.).