κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
ο, Νάτομο με γκρίζα γενειάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός + -γένης (< γένι), πρβλ. κοκκινο-γένης].