ἐξυπέρχομαι
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
aor. ἐξυπῆλθον,
A withdraw, S.Ichn.205.
Greek Monolingual
ἐξυπέρχομαι (Α)
αποσύρομαι, απομακρύνομαι.