χωρολογία
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
η, Ν
το κύριο αντικείμενο της βιογεωγραφίας, που συνίσταται στη μελέτη της κατανομής τών οργανισμών στην επιφάνεια της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -λογία].