χωρολογία

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source

Greek Monolingual

η, Ν
το κύριο αντικείμενο της βιογεωγραφίας, που συνίσταται στη μελέτη της κατανομής τών οργανισμών στην επιφάνεια της Γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -λογία].