εξοντωτικός
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Greek Monolingual
-ή, -ό εξόντωση
1. αυτός που αποβλέπει ή συντελεί στην εξόντωση, καταστρεπτικός («εξοντωτικός συναγωνισμός»)
2. εκείνος που επιτυγχάνει την εξόντωση.