ενορχήστρωση

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source

Greek Monolingual

η
1. η κατανομή τών φθόγγων μιας μουσικής σύνθεσης στα, όργανα τα οποία θα τήν εκτελέσουν
2. ο αρμονικός συνδυασμός τών διαφόρων μερών της ορχήστρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. orchestration, instrumentation). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].