ενορχήστρωση
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
η
1. η κατανομή τών φθόγγων μιας μουσικής σύνθεσης στα, όργανα τα οποία θα τήν εκτελέσουν
2. ο αρμονικός συνδυασμός τών διαφόρων μερών της ορχήστρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. orchestration, instrumentation). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].