ἐνουλισμός
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
German (Pape)
[Seite 850] ὁ, das Kräuseln, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνουλισμός: ὁ, τὸ «σγούρωμα», ἐνουλισμὸς τῶν πλοκάμων Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. 3. 2, σ. 253.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
rizo, bucle (γυναῖκες) τῶν πλοκάμων τοὺς ἐνουλισμοὺς ἀσκοῦσαι Clem.Al.Paed.3.2.5.
Greek Monolingual
ἐνουλισμός,.ο (Α) ενουλίζομαι
το κατσάρωμα τών μαλλιών.