εξάρα
From LSJ
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
Greek Monolingual
η
1. η πλευρά του κύβου (ζαριού) που έχει έξι στίγματα
2. ένας από τους πεσσούς (πούλια) του παιχνιδιού ντόμινο που έχει έξι στίγματα σε καθένα από τα δύο χωρίσματα του
3. στον πληθ. εξάρες
στα παιχνίδια που παίζονται με κύβους, η περίπτωση που και οι δύο κύβοι σταματούν με την πλευρά τους η οποία φέρει έξι στίγματα προς τα πάνω.