πούλια
Greek Monolingual
η, Ν
1. συν. στον πληθ. οι πούλιες
μικρά δισκία από λαμπερό μέταλλο που χρησιμοποιούνται για τη διακόσμηση ενδυμάτων
2. (ως κύριο ον.) Πούλια
κοινή ονομασία του αστερισμού τών Πλειάδων («ο αυγερινός κι η πούλια, τ' άστρα της αυγής», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το Πλειάδα με αποβολή της συλλαβής -δα (ή κατ' άλλους, απευθείας από το αρχ. πλειάς με αποβολή του -ς) και ανάπτυξη -ου- (πρβλ. γουρούνι < αρχ. γρώνα. 'Εχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, κατά τις οποίες οι αλλαγές αυτές προήλθαν από την παρετυμολογική σύνδεση της λ. Πούλια με τη λ. πουλ(λ)ιά ή, κατ' άλλους, με τ. όπως πούλ(λ)α «κότα» ή πούλ(λ)ια «κλώσσα». Οι συνδέσεις αυτές οφείλονται πιθ. στο γεγονός ότι τα επτά αστέρια της Πούλιας είναι πυκνά, όπως τα κλωσσόπουλα γύρω από τη μάνα τους. Αυτό αποδεικνύουν πιθ. τα ον. κλώσσα, κλωσσαριά, τα οποία χρησιμοποιούνται σε ορισμένες περιοχές για την Πούλια (πρβλ. και το ρουμ. closca-cu-pui «η κλώσσα με τα πουλάκια της»)].