ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
ἐπηγορεύω (Α)
κατηγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγορεύω, το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].