επανακτώ
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(AM ἐπανακτῶμαι, -άομαι) κτω
αποκτώ ξανά κάτι που είχε χαθεί ή αφαιρεθεί («επανέκτησε την περιουσία του»)
μσν.
διασώζω κάποιον ή κάτι.