ἐξακουστέον
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
Gramm.,
A one must understand (a word), Sch.Pi.O. 1.157 (v.l.), Sch.Str.7.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξακουστέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ἐξακούειν, ὑπονοεῖν, τοὺς Ἕλληνας ἐξακουστέον Κλήμ. Ἀλ. 733· παρὰ Γραμμ., δεῖ ἐξυπακούειν, «ἔξωθεν ἐξακουστέον τὸν Ὀλυμπιακὸν ἀγῶνα», Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ὀλ. 1. 157· δεῖ προσέχειν, μετὰ γεν., οὐ γὰρ μύθων παιδικῶν ἐξακουστέον Κλήμ. Ἀλ. σ. 356.
Spanish (DGE)
1 hay que escuchar, hay que prestar atención ὅπερ καὶ μᾶλλον ἐ. Clem.Al.Paed.1.5.20, cf. Phlp.in GC 83.12, c. gen. οὐ γὰρ μύθων παιδικῶν ἐ. Clem.Al.Strom.1.29.180.
2 hay que entender, hay que interpretar c. or. de inf. δεδειγμένου ... ὅπως κλέπτας εἰρῆσθαι πρὸς τοῦ κυρίου τοὺς Ἕλληνας ἐ. habiendo yo demostrado cómo debe entenderse que los griegos paganos sean llamados ladrones por el Señor Clem.Al.Strom.5.14.140, c. gen. οὕτω ... ὡς θεωρήματος ἐ. τοῦ λόγου Olymp.in Cat.62.1.
Greek Monolingual
βλ. εξακούω.