ένορκος
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνορκος, -ον) όρκος
αυτός που επικυρώνεται με όρκο (α. «ένορκος κατάθεση» β. «παρακαταθήκην ἔνορκον», Δημοσθ.)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ένορκοι
πολίτες οι οποίοι εκλέγονται με κλήρο από κατάλογο και απαρτίζουν μαζί με το δικαστήριο τών συνέδρων τα κακουργιοδικεία και τα ορκωτά δικαστήρια
αρχ.
1. αυτός που δεσμεύεται από όρκο
2. αυτός που περιλαμβάνεται σε συνθήκη
3. καθιερωμένος με όρκο
4. το ουδ. ως ουσ. το ένορκον
ο όρκος.