επικρότηση
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
η (Μ ἐπικρότησις) επικροτώ
νεοελλ.
έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας («επικρότηση τών νέων μέτρων»)
μσν.
επίπληξη, επιτίμηση.