ἐρινυώδης
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
German (Pape)
[Seite 1029] ες, nach Art der Erinyen, furienmäßig, Plut. de exil. 9, συκοφαντίαι, vgl. coh ira 9.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à Érinys ou aux Érinyes.
Étymologie: Ἐρινύς, -ωδης.
Greek Monolingual
ἐρινυώδης, -ους, -ες (Α) Ερινύς
αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στις Ερινύες, ο μανιώδης.