ἑτεροιότης
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A difference in kind, Pl.Prm.160d, Ph.1.5; ἡ ἑτερότης ἄρα ἑτεροιότης Dam.Pr. 440.
German (Pape)
[Seite 1048] ητος, ἡ, die Verschiedenartigkeit, πρός τι, Plat. Parm..164 a; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροιότης: -ητος, ἡ, διαφορὰ κατὰ τὸ εἶδος, Πλάτ. Παρμ. 160D, 164Α.
Greek Monolingual
ἑτεροιότης, ἡ (Α)
ετεροίος
η διαφορά είδους.