ευαρέστηση
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
η (Α εὐαρέστησις) ευαρεστώ
1. το να είναι κάποιος ευάρεστος, ευχάριστος σε κάποιον («πρὸς τὴν κοινὴν εὐαρέστησιν», Διον. Αλ.)
2. το να είναι κάποιος ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος, η ευαρέσκεια, η ικανοποίηση, το καλοκάρδισμα
αρχ.
1. εύνοια («ἤ διὰ φόβον ἢ δι' εὐαρέστησιν», Ιώσ.)
2. (για θεραπεία ή για φάρμακο) η ανακούφιση.