ευαρεστώ
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐαρεστῶ, -έω) ευάρεστος
1. είμαι ευάρεστος, προκαλώ ευαρέσκεια, ευχαριστώ, ικανοποιώ κάποιον
2. (μέσ. και παθ.) ευαρεστούμαι
είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, δοκιμάζω ευχαρίστηση
νεοελλ.
μέσ. ευαρεστούμαι
(για αιτήσεις, αναφορές ή σε επιστολές) α) έχω την καλωσύνη να..., λαμβάνω τον κόπο να..., δέχομαι να κάνω κάτι (να ενεργήσω προς όφελος κάποιου ή να πραγματοποιήσω το περιεχόμενο της αιτήσεως κάποιου)
β) συγκατατίθεμαι, συναινώ, συγκατανεύω, αποδέχομαι
αρχ.
1. (για ασθενείς) αισθάνομαι ανακούφιση
2. (στο γ' εν. πρόσ. αορ.) εὐαρέστησεν
φάνηκε καλό, «ἔδοξε».