επτάχορδος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑπτάχορδος, -ον)
(για μουσικό όργανο) με επτά χορδές
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επτάχορδο
σύστημα που αποτελείται από επτά διατονικές βαθμίδες οι οποίες περικλείονται σε μια ογδόη
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑπτάχορδα
παλαιά μέλη με συνοδεία επτάχορδου οργάνου.