ἑπτάχορδος
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ἑπτάχορδον, seven-stringed, ἁρμονίαι Arist.Pr.919b21, al., cf. Nicom.Harm.3.
German (Pape)
[Seite 1013] siebensaitig, Nicom. ar.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάχορδος: семиструнный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάχορδος: -ον, ἔχων ἑπτὰ χορδάς· ὡσαύτως = ἑπτάτονος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 25. κ. ἀλλ., Νικομαχ. Ἁρμ. 7. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑπτάχορδα· παλαιὰ μέλη δι’ ἑπταχόρδου ᾀδόμενα».
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπτάχορδος, -ον)
(για μουσικό όργανο) με επτά χορδές
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επτάχορδο
σύστημα που αποτελείται από επτά διατονικές βαθμίδες οι οποίες περικλείονται σε μια ογδόη
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑπτάχορδα
παλαιά μέλη με συνοδεία επτάχορδου οργάνου.