τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
αἰθερόπλαγκτος, -ον (Α)αυτός που πλανάται στον αιθέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ + πλαγκτός < πλάζω «πλανώ, περιπλανώ»].