θαλασσοκράτορας
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
Greek Monolingual
ο, θηλ. θαλασσοκράτειρα (Α θαλασσοκράτωρ, αττ. τ. θαλαττοκράτωρ)
1. αυτός που υπερισχύει στο ναυτικό, ο αήττητος στη θάλασσα
2. αυτός που έχει υπό την εξουσία του πολλές αποικίες ή κτήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. το αρχ. θαλασσοκράτωρ < θαλασσο- + κράτωρ, πιθ. παράλλ. τ. του κράτος (βλ. λ. αυτοκράτωρ)].