καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
ζούγωνερ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ζούγωνερ Λάκωνες ἀντί ζύγωνεςβόες ἐργάται» — βόδια για όργωμα, για αροτρίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. ζούγωνερ, διαλεκτικός δωρ. τ. αντί του αττ. ζύγωνες (ενν. βόες). Ο τ. ζύγων < ζυγόν.