ιματιοθήκη
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἱματιοθήκη)
ειδικός χώρος για τη φύλαξη τών ενδυμάτων, ιματιοφυλάκιο, βεστιάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + θήκη.