ἱματιοθήκη

English (LSJ)

[ῑμ], ἡ, wardrobe, IG22.1672.229, 309, Hsch. s.v. κανδυτάναι.

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, Kleiderbehältniß, -schrank, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτιοθήκη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, θήκη ἱματίων, Ἡσύχ. ἐν λ. κανδυτάναι.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱματιοθήκη)
ειδικός χώρος για τη φύλαξη τών ενδυμάτων, ιματιοφυλάκιο, βεστιάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + θήκη.