ικέσιος
From LSJ
Greek Monolingual
-ία, -ο (ΑΜ ἱκέσιος, -ον, θηλ. και -ία) ικέτης
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
δέηση ικέτη, αίτηση βοήθειας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ικεσία
θερμή, ταπεινή παράκληση
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἱκέσιος (ενν. έμπλαστρος) είδος εμπλάστρου
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκεσία
ικέτευμα
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ικέτη
3. αυτός που αποτελείται από ικέτιδες
4. ικετευτικός.