ιδιοποίηση

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰδιοποίησις) ιδιοποιώ
σφετερισμός ξένου πράγματος ή κτήματος
μσν.-αρχ.
η ύπαρξη ατομικών, σαφών, διακριτικών χαρακτηριστικών.