ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
ἱστιόκωπος, ἡ (Α)(ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό-κωπος, φιλό-κωπος].