ἱστιόκωπος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
(sc. ναῦς), ἡ, with oars and sails, a type of boat, Gell. 10.25.5.
Greek Monolingual
ἱστιόκωπος, ἡ (Α)
(ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρόκωπος, φιλόκωπος].
Russian (Dvoretsky)
ἱστιόκωπος: ἡ (sc. ναῦς) корабль, идущий и на парусах, и на веслах Gell.