ισοφαρίζω
From LSJ
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰσοφαρίζω)
1. εξισώνω ποσοτικά κάτι προς κάτι άλλο, αντισταθμίζω («ισοφαρίζω τα έξοδά μου προς τα έσοδα»)
2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν»)
νεοελλ.
(αθλ.) επιτυγχάνω το ίδιο αποτέλεσμα στη διάρκεια αθλητικού αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσο-φορίζω < ἰσο-φόρος
το α του τ. παραμένει ανερμήνευτο, παρ' όλο που εμφανίζεται στην οικογένεια του φέρω (πρβλ. φαρέτρα)].