ἰσοφαρίζω
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
[ῑ], = ἀντιφερίζω,
A match oneself with, vie with, οὐδέ τίς οἱ δύναται μένος ἰσοφαρίζειν Il.6.101; ἔργα δ' Ἀθηναίῃ.. ἰσοφαρίζοι 9.390; μνήμην οὔτινά φημι Σιμωνίδῃ -φαρίζειν Simon.146, cf. Theoc.7.30: generally, to be equal to, τινι Il.21.194, Hes.Op.490.
II trans., make equal, Nic.Th.572.
German (Pape)
[Seite 1268] (eigtl. ἰσοφερίζω, von φέρω), sich gleichstellen, sich mit Einem vergleichen od. messen, mit ihm um den Vorzug streiten, τινί τι, z. B. ἔργα Ἀθηναίῃ, Il. 9, 390. 6, 161; τινί, gleichkommen, 21, 194; Hes. O. 488; absol., Theocr. 7, 30. – Sp. auch gleichmachen, τοῦ μὲν ἀποπροταμων δραχμῆς βάρος ἰσοφαρίζειν Nic. Th. 572.
French (Bailly abrégé)
1 s'égaler, se mesurer : τινι à qqn ; τινί τι à qqn pour qch;
2 être égal : τινι à qqn.
Étymologie: ἴσος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοφᾰρίζω:
1 равняться, мериться (τινί Hes., Theocr.): οὐδέ τίς οἱ δύναται μένος ἰ. Hom. и никто не сравнится с ним в силе;
2 равняться, быть равным: εἰ ἔργα Ἀθηναίῃ ἰσοφαρίζοι … Hom. если она в рукоделье сравнится с Афиной ….
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοφᾰρίζω: ἀντιφερίζω, ἀντιφέρομαι, οὐδέ τις οἱ δύναται μένος ἰσοφαρίζειν, «ἐξισοῦσθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 101· ἔργα δ’ Ἀθηναίῃ… ἰσοφαρίζοι, «ἐξισοῖτο» (Σχόλ.), Ι. 390, πρβλ. Θεόκρ. 7. 30· ― καθόλου, εἶμαι ἴσος ἢ ἰσοδύναμος πρός τινα, τινι Ἰλ. Φ. 194, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 488, Σιμωνίδ. 149. ΙΙ. μεταβ., ποιῶ τι ἴσον, Νικ. Θηρ. 572.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰσοφαρίζω)
1. εξισώνω ποσοτικά κάτι προς κάτι άλλο, αντισταθμίζω («ισοφαρίζω τα έξοδά μου προς τα έσοδα»)
2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν»)
νεοελλ.
(αθλ.) επιτυγχάνω το ίδιο αποτέλεσμα στη διάρκεια αθλητικού αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσο-φορίζω < ἰσο-φόρος
το α του τ. παραμένει ανερμήνευτο, παρ' όλο που εμφανίζεται στην οικογένεια του φέρω (πρβλ. φαρέτρα)].
Greek Monotonic
ἰσοφᾰρίζω: (φέρω), είμαι ίσος ή ισοδύναμος προς κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: match oneself with, be equal (Il., Hes., Simon., Theoc.); make equal (Nic. Th. 572).
Other forms: only present
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For *ἰσοφορίζω = ἴσα φέρειν from an hypothetical *ἰσο-φόρος with unclear α-vowel, after an unknown example (type ἰσοβαρής?); but cf. also the α-vowel in φαρέτρα. In comparable meaning also ἀντιφερίζω to oppose somebody (Il.) after ἀντι-φέρω. - After this αὑτοφαρίζειν αὑτοματεῖν H. - Cf. Schwyzer 736 n. 5, 449 n. 4, Chantraine Gramm. hom. 1, 339.
Middle Liddell
ἰσο-φᾰρίζω, φέρω
to match oneself with, be a match for, cope with, c. dat., Il.
Frisk Etymology German
ἰσοφαρίζω: {isopharízō}
Forms: nur Präsens
Grammar: v.
Meaning: ‘sich gleich stellen, jmdm. gleichkommen, sich mit jmdm. messen’ (Il., Hes., Simon., Theok.); gleich machen (Nik. Th. 572).
Etymology : Für *ἰσοφορίζω = ἴσα φέρειν von einem hypothetischen *ἰσοφόρος mit unklarem α-Vokal, wahrscheinlich nach einem unbekannten Muster (Typus ἰσοβαρής?); vgl. indessen auch den α-Vokal in φαρέτρα. In ähnlicher Bed. auch ἀντιφερίζω sich einem gegenüberstellen (Il. usw.) nach ἀντιφέρω. — Danach αὐτοφαρίζειν· αὐτοματεῖν H. — Vgl. Schwyzer 736 A. 5, 449 A. 4, Chantraine Gramm. hom. 1, 339.
Page 1,738