καλαμοπώλης
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
Full diacritics: κᾰλᾰμοπώλης | Medium diacritics: καλαμοπώλης | Low diacritics: καλαμοπώλης | Capitals: ΚΑΛΑΜΟΠΩΛΗΣ |
Transliteration A: kalamopṓlēs | Transliteration B: kalamopōlēs | Transliteration C: kalamopolis | Beta Code: kalamopw/lhs |
ου, ὁ,
A reedseller, PCair.Zen.398.5 (iii B.C.).
καλαμοπώλης, ὁ (Α)
πάπ. πωλητής καλαμιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης, σιτο-πώλης.