καλλιπάρειος
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
Greek Monolingual
-α, -ο (AM καλλιπάρειος, -ον)
αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο-πάρειος, χαλκο-πάρειος].