κάρκαδο
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
και κάκαδο και κακάδι, το
το επίστρωμα πληγής «κρούστα, η εσχάρα της πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάκαδο].