κατακυλίω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

French (Bailly abrégé)

c. κατακυλίνδω.
Étymologie: κατά, κυλίω.

Greek Monolingual

κατακυλίω)
κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κυλίω «κυλώ»].