κατακάθισμα
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Greek Monolingual
το κατακαθίζω
1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα
2. κατακάθι
3. καθησύχαση, κατευνασμός.
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
το κατακαθίζω
1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα
2. κατακάθι
3. καθησύχαση, κατευνασμός.