κατακάθισμα
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
Greek Monolingual
το κατακαθίζω
1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα
2. κατακάθι
3. καθησύχαση, κατευνασμός.
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
το κατακαθίζω
1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα
2. κατακάθι
3. καθησύχαση, κατευνασμός.