βούλιαγμα
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
Greek Monolingual
το
1. καταβύθιση, καταποντισμός
2. καθίζηση, κατάρρευση
3. λάκκος, βαθούλωμα
4. ηθική ή οικονομική καταστροφή.