κνήκος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509

Greek Monolingual

κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ)
1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος του οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας
2. το φυτό κνίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kenәko- «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο επίθ. κνηκός. Συνδέεται με το αρχ. ινδ. kāncana- «χρυσός» και το γερμ. honig «μέλι», λ. που σχετίζονται επίσης με το χρυσοκόκκινο χρώμα. Απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. kanako. Μαρτυρείται και παρλλ. τ. κνίκος με υποκορ. κνίκιον, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με το κνίζω.
ΠΑΡ. αρχ. κνηκίας, κνήκινος, κνήκιον, κνηκίτης, κνηκόπυρος, κνηκός
αρχ.-μσν.
κνηκίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνηκάνθιον, κνηκέλαιον, κνηκοειδής, κνηκοσυμμιγής, κνηκοφόρος].