κατσουφιάζω
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
1. γίνομαι κατσούφης, γίνομαι σκυθρωπός
2. (για τον καιρό) γίνομαι συννεφώδης, σκοτεινιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσούφος (< κατηφής) + -ιάζω].