κινάση

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

η
(βιοχ.)
1. ένζυμο που καταλύει τον σχηματισμό ενός άλλου ενζύμου και το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ενζυματική ρύθμιση
2. ένζυμο που καταλύει τη μεταφορά ενός δεσμού, πλούσιου σε ενέργεια, σε έναν δέκτη ενεργοποιώντας τον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. kinase < kin- (< kinetic < κινητικός < κινητός < κινῶ) + -ase (< γαλλ. ase κατ' απόσπαση < diastase)].