κηροπώλης

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηροπώλης Medium diacritics: κηροπώλης Low diacritics: κηροπώλης Capitals: ΚΗΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: kēropṓlēs Transliteration B: kēropōlēs Transliteration C: kiropolis Beta Code: khropw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A wax-chandler, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ, Wachshändler.

Greek (Liddell-Scott)

κηροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλητὴς λαμπάδων ἐκ κηροῦ, Γλωσσ.· κηροπωλεῖον, τό, τὸ ἐργαστήριον αὐτοῦ, Θεοφάν. Κοντιν. 420, 15.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κηροπώλης)
ο πωλητής κεριού
νεοελλ.-μσν.
ο πωλητής κεριών ή λαμπάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -πώλης (< πωλῶ)].